φλαμί(ν)γκο

φλαμί(ν)γκο
το, και φλαμέγκος, ο, Ν
ζωολ. κοινή ονομασία 4 ειδών αγελαίων παρυδάτιων πτηνών με πολύ μακριά και λεπτά πόδια, μακρύ λαιμό και κυρτωμένο ράμφος, συγγενικών με τους πελαργούς και τους ερωδιούς, που ανήκουν στην οικογένεια φοινικοπτερίδες και είναι επίσης γνωστά με τη λόγια ονομασία φοινικόπτεροι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πορτογαλικό flamingo < ισπ. flamenco, πιθ. < αρχ. προβηγκιακό flamenc < flama «φλόγα (< λατ. flamma «φλόγα»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φλαμέγκος — το, Ν ζωολ. βλ. φλαμί(ν)γκο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”